- σκαρίδες
- σκαρίςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαρίδες — (Scarides). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει δώδεκα είδη, μέτριων ή μεγάλων ψαριών, που ζουν κυρίως στη θαλάσσια περιοχή της Μαδέρας και των Καναρίων νησιών. Το σώμα τους καλύπτεται από μεγάλα λέπια, το κάτω σαγόνι τους εξέχει… … Dictionary of Greek
ασκαρίς — ( ίδος), η (Α ἀσκαρίς) σκουλήκι των εντέρων αρχ. το έμβρυο της εμπίδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης… … Dictionary of Greek